προχειρολόγος

προχειρολόγος
-α, -ο
1. αυτός που μιλάει πρόχειρα.
2. αυτός που κάνει τις δουλειές του πρόχειρα, χωρίς σκέψη, χωρίς μελέτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προχειρολόγος — ο, Ν αυτός που μιλά ή εκφράζεται πρόχειρα, επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχειρος + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • προχειρολογία — η, Ν [προχειρολόγος] 1. η ενέργεια τού προχειρολογώ 2. πρόχειρος, απερίσκεπτος λόγος, προφορικός ή γραπτός …   Dictionary of Greek

  • προχειρολογώ — έω, Ν [προχειρολόγος] μιλώ πρόχειρα, άκριτα, χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία …   Dictionary of Greek

  • Σκριβώνιοι — (Scribonii). Οικογένεια Ρωμαίων πληβείων, οι οποίοι από την εποχή του Αύγουστου έγιναν πατρίκιοι. 1. Γάιος Κουρίων. Πολιτικός και στρατιωτικός (125 π.Χ. 53 π.Χ.). Διατέλεσε δήμαρχος το 90, ύπαρχος του Σύλλα στην Ελλάδα, ύπατος το 76 και ανθύπατος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”